κρεπ

κρεπ
και κρέπι, το
1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό για την κατασκευή λευκών ή ανοιχτού χρώματος διαφανών αντικειμένων
2. λεπτό μεταξωτό, βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα σε διαφόρους χρωματισμούς και διάφορες ποιότητες με χαρακτηριστική κυματοειδή όψη, που κατασκευάζεται με πολύ συνεστραμμένα νήματα
3. λεπτό μαύρο ύφασμα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πένθιμων ταινιών ή πέπλων
4. φρ. «νήματα κρεπ» — πολύ συνεστραμμένα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crepe < αρχ. γαλλ. cresp «κατσαρός» < λατ. crispus «σγουρός, τραχύς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρέπι — το βλ. κρεπ …   Dictionary of Greek

  • κρέπι, το — κρέπι, τo, και κρεπ,το (λ. γαλλ.) 1. είδος μεταξωτού υφάσματος. 2. είδος λεπτού μελανού υφάσματος. 3. είδος καουτσούκ που χρησιμοποιείται για πέλμα παπουτσιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”